- θυροποιός
- θυροποιός, ὁ (Α)(ως παρωνύμιο τού κωμικού ποιητή Αριστομένη) ο κατασκευαστής θυρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ποιός (< ποιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυροποιός — door maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυροποιοί — θυροποιός door maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυροποιῶν — θυροποιός door maker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARISTOMENES — I. ARISTOMENES Atheniensis Comicus, inter secundos antiquae Comoediae, floruit Olymp. 88. Cognomentum habuit θυροποιὸς, i. e. ianuarum fabricator, ut est apud Suidam, ubi aliqui malunt, τυροποιὸς, caseum conficiens. II. ARISTOMENES Messenius,… … Hofmann J. Lexicon universale
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek